- τακουνιά
- η, Νχτύπημα με τακούνι.[ΕΤΥΜΟΛ. < τακούνι + κατάλ. -ιά (πρβλ. μαχαιρ-ιά)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ψηλοτάκουνος — η, ο, Ν 1. (για υπόδημα) αυτός που έχει ψηλά τακούνια 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ψηλοτάκουνα παπούτσια με ψηλά τακούνια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηλός + τακούνι] … Dictionary of Greek
κλακέτα — η 1. μικρό μουσικό όργανο που αποτελείται συνήθως από δύο ή περισσότερα ξύλινα πλακίδια τα οποία κρουόμενα παράγουν ήχο 2. κινημ. μικρή διάταξη αποτελούμενη από μια ξύλινη πλακέτα με κινητό βραχίονα, η οποία χρησιμοποιείται κατά το γύρισμα… … Dictionary of Greek
πέταλο — το / πέταλον, ΝΜΑ, και πέτηλον Α το έγχρωμο φύλλο τής στεφάνης τού άνθους (α. «τα πέταλά του... να τού ανοίξει την αυγή», Γρυπ. β. «χλοερά... ῥόδεα πέταλα», Ευ ρ.) νεοελλ. μσν. μεταλλικό έλασμα που τοποθετείται κάτω από την οπλή ζώων, ιδίως τών… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
σκοντάφτω — και σκοντάβω σκόνταψα 1. προσκρούω σε εμπόδιο κατά το βάδισμα: Μ αυτά τα τακούνια που φοράει όλο σκοντάφτει στο δρόμο. 2. προσκρούω σε εμπόδια: Κάπου σκόνταψε πάλι ο διορισμός του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σουβλερός — σουβλερός, ή, ό και σουγλερός, ή, ό αιχμηρός, μυτερός: Τα παπούτσια της έχουν σουβλερά τακούνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στραβοπατώ — στραβοπάτησα, στραβοπατήθηκα, στραβοπατημένος 1. αμτβ., πατώ στραβά, παραπατώ: Μ αυτά τα τακούνια που φοράς θαστραβοπατήσεις. 2. «Στραβοπατώ τα παπούτσια», κατά το βάδισμα τα πιέζω στο ένα μέρος έτσι που τελικά στραβώνουν. 3. μτφ., κάνω σφάλμα:… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαμηλοτάκουνος — η, ο αυτός που έχει χαμηλά τακούνια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)